- εὐερκέστατον
- εὐερκήςwell-fencedmasc acc superl sgεὐερκήςwell-fencedneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακτίζω — (ΑM) μσν. 1. ξαναχτίζω 2. οικίζω ξανά αρχ. μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.) … Dictionary of Greek